- λιτί
- λιτί (Α)βλ. λις (I).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιτί — λῑτί , λίς 2 smooth fem dat sg λῑτί , λίς 2 smooth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… … Dictionary of Greek
лен — I вид феодального землевладения , впервые у Петра I; см. Смирнов 177 и сл. Из нем. Lеhеn лен . II лен, род. п. льна, дат. п. льну, укр. лен, род. п. льну, ст. слав. льнѣнъ льняной (Супр.), болг. лен, сербохорв. ла̏н, словен. lȃn, род. п. lа̑nа,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek